- ζωφορία
- ζωφορία και ιων. τ. ζωφορίη, ἡ (Α) [ζωφόρος (ΙΙ)]η πορεία τού ήλιου διά μέσου τού ζωδιακού κύκλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωφορίην — ζωφορία the sun s progress through the zodiac fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)